- φραγκόκοτα
- ηορνιθόμορφο πουλί της οικογένειας Nουμιδίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φραγκόκοτα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας numididae, που απαντούν κυρίως στην Αφρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. φράγκος) + κότα] … Dictionary of Greek
φραγκοκοτήσιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φραγκόκοτα ή προέρχεται από φραγκόκοτα (α. «φραγκοκοτήσιο αβγό» β. «φραγκοκοτήσιο φτερό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκόκοτα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. μοσχαρ ήσιος)] … Dictionary of Greek
καρκα(ν)τσάς — καρκα(ν)τσάς, ὁ (Μ) 1. είδος πτηνού, φραγκόκοτα 2. κακό πνεύμα, κακία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καρκαρίνος] … Dictionary of Greek
καρκαρίνος — καρκαρίνος, ὁ (Μ) είδος πτηνού, φραγκόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρκαρο (< μτγν. επίθ. κάρκαρος «ξηρός, τραχύς») + κατάλ. ίνος. Το πουλί ονομάστηκε έτσι από το φαλακρό του κεφάλι (πρβλ. και κάκαρο). Η ίδια ρίζα εμφανίζεται και στις ονομ. πτηνών… … Dictionary of Greek
καρκατσάνος — καρκατσάνος, ὁ (Μ) καρκαρίνος*, είδος πτηνού, η φραγκόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καρκαρίνος] … Dictionary of Greek
ορνιθόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει τη μορφή πτηνού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθόμορφα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία ανήκουν 7 οικογένειες με 251 είδη, μερικά από τα οποία είναι πολύ κοινά ή εξημερωμένα, όπως, λ.χ., η όρνιθα, ο φασιανός, η πέρδικα, το… … Dictionary of Greek
φραγκοκοτίσιος, -ια, -ιο — αυτός που προέρχεται από τη φραγκόκοτα (βλ. λ.), που είναι της φραγκόκοτας: Φραγκοκοτίσια αβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)